Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Σε στιχάκι προσευχής
μου ’πες τότε πριν χαθείς
τραγούδι ας κάνει
την ψυχή μου όποιος τη βρει
να μην χαθεί

Με τ’ αεράκι την αυγή
πήγες ταξίδι στην σιωπή
να βρεις το νήμα σου
βαθιά μέσα στη γης
πριν γεννηθείς

Την εικόνα σου κοιτάζω
και γλυκά σου τραγουδώ
στην εικόνα σου γελάω
το ποτήρι μου τσουγκράω
και στο χώμα το σκορπώ
ΣΤΟΝ ΠΥΡΓΟ ΤΟΥ SCHWARTZ

Οι ψυχές μας είναι ακόμα εδώ
Προσευχές-σημαίες στα Αμπελάκια
μη μας ξεχνάτε
Ταξίδι άλλο να μη δούμε…
Χώρα μας, νήματα κόκκινα
Σφράγισαν τις ζωές μας
Αυτή δεν ήταν εκδρομή
Μα μια θυσία στο βωμό του Βάαλ
στα Τέμπη
Ασπρόμαυρο εργαστήρι απόγνωσης
Θα μείνουμε σε φιλόξενο τόπο
Πώς να σωπάσουμε το πένθος;
εδώ στα οχυρά των φιλελλήνων
διαχειριστές λύπης
στην άδεια στέρνα της αγάπης

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ

Είμαστε ο χρόνος. Εκείνη είμαστε η περίφημη
παραβολή του Σκοτεινού Ηράκλειτου.
Είμαστε το νερό, όχι το σκληρό διαμάντι,
αυτό που χάνεται, όχι αυτό που μένει.
Είμαστε το ποτάμι κι ο Έλληνας εκείνος
που κοιτάζεται στο ποτάμι. Η αντανάκλασή του
αλλάζει στο νερό του εναλλασσόμενου καθρέφτη
στο κρύσατλλο που αλλάζει σαν τη φωτιά.
Είμαστε το μάταιο προκαθορισμένο ποτάμι
όπως κυλά προς τη θάλασσα. Το σκέπασε η σκιά.
Όλα μάς αποχαιρετούν, όλα μακραίνουν.
Η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμά της.
Και ασφαλώς κάτι υπάρχει που απομένει
και ασφαλώς κάτι υπάρχει που θρηνεί.

Η ηχώ της φωνής του ορειβάτη…



Περπατούσαν για λίγη ώρα ανάμεσα στα ψηλά, όμορφα δέντρα. Το στερέωμα πάνω τους ήταν βαρύ, μαγικό, ανήσυχο. Η γη κάτω απ’τα πόδια τους νοτισμένη. Έφτασαν κάποια στιγμή σε ένα ξέφωτο και κάθισαν κάτω από ένα χοντρό κορμό.

Πέρασε ώρα ώσπου να της μιλήσει.

«Αυτό που ανακάλυψες μόνος σου, δεν μπορείς να το μοιραστείς με κανέναν. Όχι γιατί δεν θέλεις. Αλλά γιατί δεν μπορείς. Αν το κάνεις θα μεταφέρεις λέξεις σε αυτιά. Ενώ εσύ πάλλεσαι από μιαν αποκαλυμμένη αλήθεια, μεταφέρεις μονάχα τη σκιά της. Δεν μεταφέρεις τη θεραπεία αλλά την αρρώστια. Στην ουσία, είσαι καταδικασμένος με τη γνώση ενός πράγματος που δεν γίνεται να βιωθεί από κανέναν άλλο».

«Άρα η αναζήτηση είναι μια μοναχική υπόθεση;», τον ρώτησε.

«Εάν είσαι σε ένα μεγάλο δάσος, όπως αυτό, μόνος, ζώντας μια παράξενη ζωή σε έναν παράξενο κόσμο, αυτό που θα βρεις αρμόζει στο δάσος. Γυρνώντας στην πόλη όλο αυτό δεν έχει αξία για κανέναν άλλο. Παραμένει όμως απόκτημά σου. Είναι πολύτιμο αλλά μόνο για σένα. Αν το εξομολογηθείς στο φίλο σου θα σε ακούσει με συμπάθεια αλλά θα πει: ‘ήρθε από το δάσος μισότρελος και λέει τρελά πράγματα’. Δείχνεις σαν εξωγήινος που βρέθηκε ξαφνικά σε έναν αλλόκοτο πλανήτη. Δεν είναι ο πλανήτης όμως αλλόκοτος. Είσαι εσύ ο ξένος. Οι μεγάλοι σοφοί, οι αληθινά μεγάλοι, έμειναν μόνοι γιατί ξημερώθηκαν σε ένα στερέωμα με έναν άλλο ήλιο. Αυτόν που λέμε ποιητικά ‘μαύρο ήλιο της ύπαρξης’. Μπορεί να μην είναι ολότελα ποιητική η απόδοση. Συνδέεται με πράγματα που τώρα δεν έχει σημασία να αναλυθούν. Γιατί δηλαδή αυτός ο ήλιος είναι ‘μαύρος’ ενώ ποτέ ένας ήλιος δεν είναι βέβαια σκοτεινός. Σημασία έχει όμως ότι τα όντα αυτά βυθίστηκαν στη σιωπή έκτοτε. Ό,τι είδαν δεν μπορεί να ειδωθεί από κανέναν άλλο που ζει και πεθαίνει κάτω από το συμβατικό ήλιο της ύπαρξης. Γι αυτό και δεν έγραψαν τίποτα, στην ουσία δεν είπαν τίποτα. Πέθαναν με τη γλώσσα των ανθρώπων και ξαναγεννήθηκαν με σύμβολα. Δίδαξαν σύμβολα και τα σύμβολα είναι ακατανόητα σε όλους»

«Μα, τότε, πώς θα βοηθηθεί η ανθρωπότητα;», διαμαρτυρήθηκε ήπια εκείνη. «Αν η ‘φώτιση’ είναι ατομική, μοναχική υπόθεση, είμαστε όλοι καταδικασμένοι στην άγνοια;»

«Αυτή είναι μια συζήτηση. Αυτό που κάνουμε όλοι. Είναι συζήτηση. Καμιά φορά ξεπέφτει σε κουβέντα. Δεν είναι αναζήτηση. Όταν ψάχνεις το χαμένο παιδί σου που απήχθη ή εξαφανίστηκε, όταν αναζητάς κάτι αγαπημένο που έχασες, όταν τολμήσεις να αναζητήσεις τον εαυτό σου που δεν ξέρεις, δεν έχεις κανέναν συντροφιά. Κανένας δεν δίνει δεκάρα για το παιδί σου, το σκύλο σου ή τον εαυτό σου. Μονάχα εσύ νοιάζεσαι. Κάποια στιγμή μπορεί να πάψεις ακόμα κι εσύ να νοιάζεσαι. Και τότε είναι που φωνασκείς και διαμαρτύρεσαι: ‘Τι κάνει το κράτος; Τι κάνει ο ένας ή ο άλλος; Γιατί με εγκατέλειψαν όλοι; Γιατί είμαι τόσο αδυσώπητα μόνος σ’αυτό το άγριο μονοπάτι αυτές τις άγριες ώρες;’ Θυμήσου πως αυτή την τρομερή μοναξιά τη βίωσε ως κι ο Ιησούς. Κανείς δεν τολμά να φανταστεί πώς ένιωσε εκείνες τις ώρες της αβύσσου στο σιωπηλό ελαιώνα της δικής Του ύπαρξης»

«Και η απάντηση;»

«Η απάντηση είναι η ηχώ της φωνής του ορειβάτη πάνω απ’το γκρεμό. Πάνω απ’το χάος. Πάνω απ’την άβυσσο. Αυτό που του επιστρέφεται είναι η φωνή του πολλαπλασιασμένη, αλλοιωμένη, αλλόκοτη, τρομακτική. Όμως είναι κάτι. Είναι η επιβεβαίωση πως η φωνή του ακούγεται, υπάρχει, η ψυχή του είναι ζωντανή και παλεύει»

«Διαρκής μοναξιά λοιπόν; Πώς μπορεί να ζήσει κανείς έτσι;»

«Η απάντηση είναι απλή. Δεν μπορεί. Και μ’αυτή τη γνώση συνεχίζει την περπατησιά του. Πριν δεν ήξερε. Δεν ήταν ευτυχισμένος αλλά δεν τον ένοιαζε και τόσο. Τώρα ξέρει. Τώρα τον θλίβει το φορτίο. Όχι των άλλων, μονάχα το δικό του. Και το φορτίο αυτό περιέχει την συγκλονιστική επίγνωση. Πάντα ήταν μόνος ανάμεσα στους μόνους. Κάποτε δεν το έβλεπε. Τώρα έχει μάτια και βλέπει. Γιατί βλέπει η ψυχή, βλέπει το είναι, βλέπει το Αχανές μέσα απ’αυτόν»

«Κι έτσι σιωπά…», είπε εκείνη στοχαστικά.

«Και μονάχα μέσα απ’τη σιωπή συμπονά βαθιά και απέραντα τους ανθρώπους και τον εαυτό του ανάμεσά τους. Και μέσα απ’αυτή την ωκεάνια συμπόνια αγαπά. Όχι πια από επιλογή αλλά από γνώση.
Όχι έναν αλλά όλους.
Όχι τώρα αλλά πάντα»

Πέρασε λίγη ώρα ακόμη. Σηκώθηκαν αργά και πήραν το δρόμο επιστροφής.


το καλοκαίρι μέσα σου…



Μας βυθίζουν λοιπόν σε έναν ατελείωτο, άγριο, σκοτεινό… αιώνιο χειμώνα…
Ένα χειμώνα ίδιο με αυτό που εκείνοι ζουν… ίδιο με αυτό της ψυχής τους…
Δεν χρειάζεται να υιοθετήσεις κανένα ‘εναλλακτικό’ σενάριο, καμιά έξαλλη ‘θεωρία συνωμοσίας’ για να αντιληφθείς τι συμβαίνει, τι θέλουν να συμβεί… κι ούτε είσαι παρανοϊκός αν γράψεις ή πεις αυτό που βιώνεις… γιατί ήδη αυτό που ζεις είναι παράλογο…
Άνοιξα το παράθυρο και κοίταξα έξω… το δρόμο, τους ανθρώπους… κάπου στο βάθος η θάλασσα… είναι καλοκαίρι… δεν το συμπαθούσα ποτέ ιδιαίτερα το καλοκαίρι όταν ήμουν νεότερος… ένιωθα πιο βολικά πάντα στις μεταβατικές περιόδους… στις μεταιχμιακές καταστάσεις… εκεί που η μελαγχολική ενέργεια αυτού που φεύγει ανταμώνει με το δριμύ θράσος εκείνου που έρχεται… όπως όταν στέκεις στην ακρογιαλιά και βλέπεις τον σκοτεινό ουρανό που φέρνει μια επαναστάτρια καταιγίδα… ακόμα είναι ήσυχα εκεί που είσαι… όχι για πολύ όμως… σε λίγο θα σε σαρώσει μια θύελλα που θα κάνει τα πάντα να φαίνονται γελοία και ασήμαντα μπροστά της…
Γιατί αυτό κάνει μια θύελλα τελικά… σε αναγκάζει να τα προσδιορίσεις όλα… από την αρχή… να τα προστατέψεις, όσα σώζονται… και να παραδώσεις στη μανία της όσα είναι ανώφελο να παλέψεις να σώσεις… άλλα, καινούργια θα έρθουν στη θέση τους… είτε το θέλεις, είτε όχι… και συνήθως δεν το θέλεις…
Η διαφορά είναι πως όλα τούτα είναι η μεγάλη φυσική νομοτέλεια… έρχονται και φεύγουν… ξέρεις πως θα έρθουν… ξέρεις πως θα φύγουν… κάποτε… και συ θα συνεχίσεις… ώσπου να φύγεις κι εσύ…
Ένας μακρύς, θλιπτικός, γοτθικός χειμώνας όμως είναι κάτι άλλο… κάτι αληθινά άλλο… δεν το ξέρουμε, δεν πρόκειται να συμφιλιωθούμε μαζί του, δεν θα ριζώσει, δεν θα στεριώσει σ’αυτή τη γωνιά του κόσμου…
Γιατί εμείς, πιστεύω, επιβιώσαμε γιατί κατείχαμε πριν απ’όλα την μαγική τέχνη της μεταμόρφωσης… ξέραμε να κάνουμε το δάκρυ χαμόγελο και τους χειμώνες καλοκαίρια… και να ζούμε μέσα σ’αυτά… ως και ο μεγαλύτερος χειμώνας που ζήσαμε, δεν άντεξε… τέσσερις αιώνες αλλά κάποτε τελείωσε…
Οι ‘φίλοι’ μας οι Υπερβόρειοι, μπορεί να ξέρουν πολλά… μπορεί να ξέρουν οικονομία, μαθηματικά, ιστορία… αλλά δεν ξέρουν εμάς

Και δεν έχουν ιδέα τι θα πει να έχεις το καλοκαίρι μέσα σου
Το μεγάλο ψεύδος που συνοδεύει τους ποιητές μέσα στους θολούς αιώνες είναι η μεγάλη θεώρηση, η εποπτεία… το καθαρό βλέμμα στο Κεκρυμμένο και στο Επέκεινα… ναι, ακόμα και στο επέκεινα… γιατί χωρίς τη μεταφυσική ο ποιητής είναι ένας κρεμασμένος βλάσφημος από το καταραμένο δέντρο… χωρίς τη μεταφυσική ο ποιητής απλώς αντιγράφει, δεν αφηγείται… στην καλύτερη περίπτωση μεταγράφει όμως δεν ποιεί… δεν μπορεί να δομήσει ένα άρτιο σύμπαν… και ποιητής χωρίς άρτιο σύμπαν είναι ένας σβηστός ήλιος, μια μέλαινα οπή στο μαύρο του στερεώματος… ένα περιττό ίσως, και τα ίσως το Αχανές τα ξεβράζει στους αποθέτες του χρόνου…


Όμως κι αυτός ακόμα ο αρχαίος άνεμος που φυσάει πάντα όταν γεννιέται ένας μεγάλος ποιητής, ακόμα κι αυτός είναι ένα μεγάλο ψεύδος… υπάρχει αλλά δεν είναι. Ο ποιητής που θα πιστέψει πως αυτός ο κόσμος είναι έχει υπογράψει την οριστική συνθηκολόγησή του με το θάνατο. Και ο ποιητής γεννιέται για να περάσει στην αθανασία, αλλιώς είναι ένας ‘κοινός’ θνητός… ένας ακόμα που δεν τόλμησε να ξεμυτίσει απ’τη Σπηλιά… οπότε, ό,τι γράφει δεν έχει και τόση σημασία… όσο τυφλοί είναι όλοι είναι κι εκείνος, όσο νεκροί είναι όλοι είναι κι εκείνος… νομίζει πως βλέπει όμως όλα είναι γεννήματα, κατασκευές… ένας ευφυής προγραμματισμός, μέσα, πάντοτε μέσα στη Σπηλιά…


Ο ποιητής νιώθει τον άνεμο του παρελθόντος, ακούει τις φωνές των παλαιών διδασκάλων, των νεκρών αδελφών και μπορεί να ιχνηλατήσει κάποιες λίγες γιάρδες στην ατραπό του μέλλοντος… από τούτη την άποψη η παραμυθία του μεγάλου ψεύδους προσφέρει σε όλους μας… όμως όσο είναι σύσκηνος και ισοϋψής με το χτες και το φθαρτό όσα προσφέρει είναι μαζί όνειρα και φαντασία, πυρετός και έρωτας, αυτισμός και αυτόματη γραφή, γλωσολαλιά και τρέμενς… το βλέμμα του ποιητή μπορεί να υψωθεί μονάχα αν συνδεθεί απευθείας με το Αχανές σε μια τραυματική και οδυνηρή σχέση που θα τον ματώσει, θα τον σκοτώσει και θα τον αθανατίσει… και οφείλουμε όλοι να τον συνδράμουμε σ’αυτό!


Όμως το κόστος είναι μεγάλο όσο και ο πόνος έξω από τα ανθρώπινα.


Τούτο τον έσχατο και οριακό πόνο ένιωσε κάποτε ο Άνθρωπος επάνω στον σταυρό ενώ πίσω του ο χρόνος ούρλιαζε, πάνω του το Αχανές γεννούσε άπειρα μορφώματα και δυνατότητες, κάτω του το έδαφος της θλίψης ήταν γεμάτο στόματα που έχασκαν για να υποδεχθούν τα περιττώματα του φθόνου…


Σημείο συνάντησης, σημείο τομής… η οδός που ανοίχτηκε προσφέρθηκε για όλους όμως δεν ήταν όλοι έτοιμοι. Για την ακρίβεια θα έπρεπε να είναι έτοιμη όλη η ανθρωπότητα. Έτοιμη για την έξοδο. Έτοιμη για το αλλιώς. Και δεν ήταν σχεδόν κανείς.


Γιατί μεγάλος ποιητής χωρίς την αλληλεγγύη της ανθρωπότητας δεν υφίσταται. Μονάχα που είναι η πλήρης αναστροφή της συνήθους διαδικασίας. Εδώ οι άνθρωποι συμβάλλουν στη θανάτωση του ποιητή για να έχει ελπίδες αθανασίας. Και όχι επιβίωσης μέσα στη λάσπη του τώρα.


Ο ποιητής έτσι μεταρσιώνεται, μεθίσταται, υπερβαίνει το ψεύδος και περνάει στον αληθινό κόσμο… ακόμη και στη ιερή σιγή του ανασαίνει κάτι απ’αυτόν και ό,τι μιλά είναι σύμβολο.


Και η ανθρωπότητα βαδίζει συντροφιά με τα σύμβολα. Ώσπου να μετοικήσει ολόκληρη στο αληθές… κι ολόκληρη θα πει ακέραια… κι ακέραια θα πει αρηγμάτωτη, σωσμένη, φυλαγμένη … κάποτε στον χρόνο… κάπου στο άπειρο…


Στις ελάχιστες περιπτώσεις που η ανθρωπότητα αναγνώρισε τον ποιητή και τον βοήθησε στην έξοδο από τη σπηλιά θαυμαστά πράγματα συνέβησαν. Τα φέρουμε όλοι μας. Τα νιώθουμε και τα ψελλίζουμε όλοι. Είναι η παρακαταθήκη μας, η ακριβή κληρονομιά μας. Θα τα έχουμε μαζί μας για πάντα. Θα τα περάσουμε κι εμείς σαν ιερά σύμβολα... λέξεις, ανάσες, προσευχές, τραγούδια, παραμύθια, μορφές, αγγίγματα, έρωτες, θάνατοι, αφηγήσεις, όνειρα… θα τα κληροδοτήσουμε στους επόμενους κι ας μην ξέρουμε τι είναι, πως ήρθαν ως εμάς, γιατί πάλλονται από το αιώνιο…


Το ιερό ίχνος του ποιητή…


Ο καθένας από εμάς το έχει, το φορά, μας μιλά, μας συντροφεύει…


Και κάθε που χαμογελάμε στον ήλιο που σηκώνεται κάθε αυγή πάνω απ’τη θάλασσα, τούτο πάλλεται και ορθώνεται και μας πονά…


Ώστε λοιπόν όλα θα σιγήσουν…

μια μέρα…
όλα όσα ψηλαφήσαμε
κάτω απ΄το μεθυσμένο ήλιο της εφηβείας μας
όλα όσα αρνηθήκαμε
κάτω απ’το σπαραγμό
της ασημένιας σελήνης
στις ποιητικές μας περιπλανήσεις
ενθουσιώδεις κι ερωτευμένοι
μέσα στο γνόφο της γερασμένης πλήξης μας
απόστατοι και κουρασμένοι

έτσι ή αλλιώς

δίκαια ή άδικα
πιο πολύ άδικα
θα χαθούν
θ’ αφανιστούν

μονάχα όμως
απ’το δικό μας βλέμμα…

κι ακόμη τότε
θα υπάρχουν
για κάποιους άλλους
που θα πιστέψουν για μια στιγμή
πως είναι αθάνατοι
και πως μπορούν…
αλίμονο, χειρότερα
πως είναι βέβαιο
θ’αλλάξουνε τον κόσμο!

κι έτσι είναι

γιατί γερνάς εκείνη την ημέρα ακριβώς
που παύεις να πιστεύεις πως εσύ
μπορείς ν’αλλάξεις τον κόσμο…

γιατί πεθαίνεις για πρώτη σου φορά
όταν αυτή η αλήθεια
η πικρή ματαίωση
σού πλημμυρίσει την καρδιά

η φοβερή αλήθεια

και μέσα σου η… στερεότητα
η σταθερότητα
και η… σοφία
αποκαλύπτουν το αληθινό τους πρόσωπο…

απολιθώματα…


Ώστε λοιπόν
μια μέρα
όλα θα σιγήσουν…

για σένα μόνο

για το στερέωμα είναι πάντα
εκκωφαντικός ο ήχος της δημιουργίας
και οι φωνές των αδύναμων βροτών
ούτε που φτάνουν ως τα μισά
του ουράνιου ωκεανού

σκέλεθρα
σαπισμένοι σάκοι
ρυπαροί
λεροί
άχυρα γεμάτοι

σκιάχτρα
φαντάσματα

ζοφερές σκιές που αχνίζουν
στους αιώνιους βράχους…



απολιθώματα…
Ένα κερί αρκεί. Η κάμαρη απόψι
να μη έχει φως πολύ. Μέσα στην ρέμβην όλως
και την υποβολή, και με το λίγο φως —
μέσα στην ρέμβην έτσι θα οραματισθώ
για νάρθουν της Aγάπης, για νάρθουν η Σκιές.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Γκρίζα
Κυττάζοντας ένα οπάλλιο μισό γκρίζο
θυμήθηκα δυο ωραία γκρίζα μάτια
που είδα· θάναι είκοσι χρόνια πρίν ....
Για έναν μήνα αγαπηθήκαμε.
Έπειτα έφυγε, θαρρώ στην Σμύρνη,
για να εργασθεί εκεί, και πια δεν ιδωθήκαμε.

Θ’ ασχήμισαν — αν ζει — τα γκρίζα μάτια·
θα χάλασε τ’ ωραίο πρόσωπο.

Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν.
Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,
ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Εν Απογνώσει
Τον έχασ’ εντελώς. Και τώρα πια ζητεί
στα χείλη καθενός καινούριου εραστή
τα χείλη τα δικά του· στην ένωσι με κάθε
καινούριον εραστή ζητεί να πλανηθεί
πως είναι ο ίδιος νέος, πως δίδεται σ’ εκείνον.

Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Γιατί ήθελε —είπ’ εκείνος— ήθελε να σωθεί
απ’ την στιγματισμένη, την νοσηρά ηδονή·
απ’ την στιγματισμένη, του αίσχους ηδονή.
Ήταν καιρός ακόμη— ως είπε— να σωθεί.

Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Aπό την φαντασίαν, από τες παραισθήσεις
στα χείλη άλλων νέων τα χείλη του ζητεί·
γυρεύει να αισθανθεί ξανά τον έρωτά του.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Επέστρεφε
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με—
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ’ επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ’ αισθάνονται τα χέρια σαν ν’ αγγίζουν πάλι.

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται...
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Θάλασσα του πρωιού
Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

ΑΓΩΝΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

Ειρήνη, λένε.
Ειρήνη στο μυαλό;
Ειρήνη στη γη;
Τι είδους ειρήνη;

Τους βλέπω να μιλάνε, να δαφωνούν, να παλεύουν.
Για ποια ειρήνη ψάχνουν;
Γιατί σκοτώνουν; Τι σχεδιάζουν;

Μόνο λόγια; Γιατί διαφωνούν;
Είναι τόσο απλό να σκοτώνεις; Αυτό είναι το σχέδιό τους;

Μα, βέβαια!
Μιλάνε, διαφωνούν, σκοτώνουν.
Παλεύουν για την ειρήνη.